οὔτε

οὔτε
οὔτε
a οὔτεοὔτε, neither . . . nor.
I

ἀκίνδυνοι δ ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν O. 6.19

τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο O. 6.52

οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες O. 11.20

[οὔτε γὰρ θεοὶ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (οὐδὲ γὰρ coni. Schneidewin) O. 14.8]

γόνον οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν P. 4.105

τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς

ἄξοισι P. 6.10

ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς, οὔτε δείπνων τέρψιας P. 9.18

οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶνP. 9.58

ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων Pae. 6.105

οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ ὦν μεταλλακτόν fr. 220. 1. preceded by a purely emphatic neg.,

αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.31

—2.
II where the first οὔτε is suppressed.

νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει, ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48

ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29

νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41

ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.* cf. O. 14.9, P. 3.30
b

οὐ οὔτε. πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30

c

οὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.83

cf.

τε οὐ οὐδέ P. 8.36

d

οὐδέ οὔτε. οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24

οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.9
e

οὔτε τε οὐ ἀλλά. ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ ἐναμείβοντι N. 11.39

—42.
f dub., frag. [τὸν μὲν οὔτε θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (οὐδὲ coni. Boeckh) I. 8.56] οὔτε θαλασς[ fr. 33a. οὔθ' ἱπ[π fr. 215. b. 12.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οὔτε — and not indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… …   Dictionary of Greek

  • ούτε — σύνδ. συμπλεκτ.: Ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι ούτε ο Αύγουστος χειμώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. — οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. См. Слово воробей, вылетит, назад не поймаешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οὕτε — ἕτε , ἵημι Ja c io aor imperat act 2nd pl ἕτε , ἵημι Ja c io aor ind act 2nd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὗτε — ὅστε who masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τόπων μεταβολαὶ οὔτε φρόνησυν διδάσκουσιν, οὔτε ἀφροσυνην ἀφαιροῦνται. — τόπων μεταβολαὶ οὔτε φρόνησυν διδάσκουσιν, οὔτε ἀφροσυνην ἀφαιροῦνται. См. Ворона за море летала, а ума не стало …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μέτρια — ούτε πολύ ούτε λίγο, με σωστή αναλογία, χωρίς υπερβολές: Στο ταξίδι πέρασα μέτρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοὔθ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὔτ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”